- Τσιγγανάκι
- τομικρός Τσιγγάνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιγγανάκι — και τσιγκανάκι, το, Ν μικρός τσιγγάνος, παιδί τσιγγάνου … Dictionary of Greek